- συμμαχικός
- -ή, -ό / συμμαχικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμμαχικός, -ή, -όν, Α [σύμμαχος / συμμαχία]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους συμμάχους ή στη συμμαχία2. φρ. α) «συμμαχικά νομίσματα»αρχαιολ. κοινά νομίσματα που κόβονταν και χρησιμοποιούνταν από περισσότερες τής μιας συμμαχικές πόλειςβ) «Συμμαχικός πόλεμος» — καθένας από τους τρεις εμφύλιους πολέμους που έγιναν, ο πρώτος στο διάστημα 357-355 π.Χ. ανάμεσα σε Αθηναίους και σε συμμαχία Χίων, Κώων, Ροδίων και Βυζαντίων, ο δεύτερος στο διάστημα 220-217 π.Χ. ανάμεσα στην Αχαϊκή και στην Αιτωλική Συμπολιτεία και ο τρίτος ή ιταλιωτικός στο διάστημα 90-88 π.Χ. ανάμεσα στη Ρώμη και στους Ιταλούς συμμάχους τηςαρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ συμμαχικόνα) τα συμμαχικά στρατεύματα, οι συμμαχικές δυνάμειςβ) συνθήκη συμμαχίας ή ειρήνηςγ) ίδρυση συμμαχίας2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ συμμαχικάα) (ενν. χρήματα) τα χρήματα που εισέπρατταν οι Αθηναίοι από τους συμμάχους με τη μορφή εισφοράς για τον πολεμικό εξοπλισμό και για μελλοντικές πολεμικές ανάγκεςβ) οι δυνάμεις τής συμμαχίας3. φρ. α) «συμμαχικὰ τάλαντα» — νόμισμα καθορισμένου βάρους, κοινώς αποδεκτό από τα μέλη μιας συμμαχίας επιγρ.β) «συμμαχικὸς [λόγος] τοῡ Ἰσοκράτους» — ο περί ειρήνης λόγος τού Ισοκράτους (Αριστοτ.).επίρρ...συμμαχικώς / συμμαχικῶς ΝΜΑ, και συμμαχικά Νκατά τον τρόπο τών συμμάχων, όπως γίνεται σε περίπτωση που υπάρχει συμμαχία («μὴ δεσποτικῶς ἀλλὰ συμμαχικῶς αὐτῶν ἐπιστατῶμεν», Ισοκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.